νυφοστολίζω

νυφοστολίζω
νυφοστόλισα, νυφοστολίστηκα, ντύνω τη νύφη για την τελετή του γάμου: Κοπέλες νυφοστολίσανε τη νύφη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυφοστολίζω — και νυμφοστολίζω (Μ νυμφοοτολίζω) ντύνω και στολίζω τη νύφη για την τελετή τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύ(μ)φη + στολίζω] …   Dictionary of Greek

  • νυμφοστολίζω — (Μ νυμφοστολίζω) βλ. νυφοστολίζω …   Dictionary of Greek

  • νυφοστόλισμα — το [νυφοστολίζω] το στόλισμα τής νύφης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”